- στατίνη
- ἡ, Αβλ. σταίτινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» … Dictionary of Greek